κύνδαλος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύνδᾰλος''': ὁ, [[ξύλινος]] [[ἧλος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.
|lstext='''κύνδᾰλος''': ὁ, [[ξύλινος]] [[ἧλος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κίνδαλος]], ο (Α [[κύνδαλος]], πληθ. και τὰ κύνδαλα)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[πάσσαλος]], [[παλούκι]], με το οποίο φράζεται μια [[τρύπα]] ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου<br /><b>2.</b> [[σφήνα]], [[έμβολο]], [[γόμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύνδᾰλος Medium diacritics: κύνδαλος Low diacritics: κύνδαλος Capitals: ΚΥΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kýndalos Transliteration B: kyndalos Transliteration C: kyndalos Beta Code: ku/ndalos

English (LSJ)

ὁ,

   A wooden peg, Poll.10.188: pl. κύνδαλα Id.9.120.

German (Pape)

[Seite 1531] ὁ, Pflock, hölzerner Nagel, = πάτταλος, Poll. 10, 188.

Greek (Liddell-Scott)

κύνδᾰλος: ὁ, ξύλινος ἧλος, Πολυδ. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.

Greek Monolingual

και κίνδαλος, ο (Α κύνδαλος, πληθ. και τὰ κύνδαλα)
1. ξύλινος ή σιδερένιος πάσσαλος, παλούκι, με το οποίο φράζεται μια τρύπα ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου
2. σφήνα, έμβολο, γόμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].