κυλιστός: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(6_11) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠλιστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν [[κατάλληλος]], [[μέγας]], λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F. | |lstext='''κῠλιστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν [[κατάλληλος]], [[μέγας]], λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλιστός]], -ή, -όν) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να κυλιέται, [[κατάλληλος]] στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε με [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στεφάνι]]) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά<br /><b>2.</b> [[δέσμη]], [[μπόγος]] ρούχων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κυλιστός]]<br /><b>πάπ.</b> [[ρολό]] παπύρου, [[μεγάλη]] [[επιστολή]] σε πάπυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλιστά</i><br />με [[κύλισμα]], κυλώντας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for rolling, large, gloss on ῥυτός, EM707.3. II twined in a circle, epith. of a kind of garland, Alex.272.5, Antiph.51. III Subst. κυλιστός, ὁ, roll of papyrus, large letter, or packet of letters, PHib.1.110.51, al. (iii B.C.); parcel, ἱματίων Sammelb.1.2 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠλιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν κατάλληλος, μέγας, λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κυλιστός, -ή, -όν) κυλίνδω
1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα
2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα
αρχ.
1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά
2. δέσμη, μπόγος ρούχων
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστός
πάπ. ρολό παπύρου, μεγάλη επιστολή σε πάπυρο.
επίρρ...
κυλιστά
με κύλισμα, κυλώντας.