κυλινδρικός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(6_11) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠλινδρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, [[κυλινδροειδής]], [[σωλήν]] ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· [[ἀγγεῖον]] κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D. | |lstext='''κῠλινδρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, [[κυλινδροειδής]], [[σωλήν]] ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· [[ἀγγεῖον]] κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλινδρικός]], -ή, -όν) [[κύλινδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. <i>κυλινδρικά</i> και -<i>ώς</i> (Α κυλινδρικῶς)<br />με κυλινδρικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A cylindrical, Archim.Sph.Cyl.1.11, Hero Spir. 1.37, Theo Sm.p.195 H., al. Adv. -κῶς Plu.2.682d.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλινδρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κυλινδροειδής, σωλήν ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· ἀγγεῖον κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κυλινδρικός, -ή, -όν) κύλινδρος
1. αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει σχήμα κυλίνδρου
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. κυλινδρικά και -ώς (Α κυλινδρικῶς)
με κυλινδρικό τρόπο.