κυλινδρικός

English (LSJ)

κυλινδρική, κυλινδρικόν, cylindrical, Archim.Sph.Cyl.1.11, Hero Spir. 1.37, Theo Sm.p.195 H., al. Adv. κυλινδρικῶς Plu.2.682d.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κυλινδροειδής, σωλήν ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· ἀγγεῖον κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυλινδρικός, -ή, -όν) κύλινδρος
1. αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει σχήμα κυλίνδρου
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. κυλινδρικά και -ώς (Α κυλινδρικῶς)
με κυλινδρικό τρόπο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλινδρικός -ή -όν [κύλινδρος] cilindervormig.

German (Pape)

walzenförmig, zylindrisch, Sp.; auch adv., Plut. Symp. 5.7.5.