κυριολογικός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_11) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυριολογικός''': -ή, -όν, ὁ [[μετὰ]] κυριολεξίας, [[κάθοδος]]... κυριολογικὴ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 657, ἐπὶ τῶν ἱερογλυφικῶν ἐκείνων ὅσα συνίστανται εἰς ἁπλᾶς εἰκόνας τῶν νοουμένων πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[συμβολικός]]. | |lstext='''κυριολογικός''': -ή, -όν, ὁ [[μετὰ]] κυριολεξίας, [[κάθοδος]]... κυριολογικὴ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 657, ἐπὶ τῶν ἱερογλυφικῶν ἐκείνων ὅσα συνίστανται εἰς ἁπλᾶς εἰκόνας τῶν νοουμένων πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[συμβολικός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυριολογικός]], -ή, -όν (Α) [[κυριολογία]]<br />αυτός που εκφράζει [[κάτι]] [[καθαρά]] και με [[ακρίβεια]], αυτός που ακριβολογεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1536] ή, όν, die Wörter in eigentlicher Bedeutung brauchend, Ggstz συμβολικός, Clem. Al. strom. 5 p. 657.
Greek (Liddell-Scott)
κυριολογικός: -ή, -όν, ὁ μετὰ κυριολεξίας, κάθοδος... κυριολογικὴ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 657, ἐπὶ τῶν ἱερογλυφικῶν ἐκείνων ὅσα συνίστανται εἰς ἁπλᾶς εἰκόνας τῶν νοουμένων πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβολικός.
Greek Monolingual
κυριολογικός, -ή, -όν (Α) κυριολογία
αυτός που εκφράζει κάτι καθαρά και με ακρίβεια, αυτός που ακριβολογεί.