κυριολογία
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἡ, = κυριολεξία, Agatharch.21 (pl.), Phld. Rh.1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; proper meaning of a word, A.D.Adv.190.3; = ἀκριβολογία, Gal.18(2).526.
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, = κυριολεξία; Longin. 28 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριολογία: ἡ, = κυριολεξία, Λογγῖν. 28, Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 446. 11. ΙΙ. τὸ καλεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος Κύριος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυριολογία, ἡ (Α) κυριολογώ
1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους
2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης
3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.).