μονόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_17)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 6, κτλ.
|lstext='''μονόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 6, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόρριζος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μία μόνο [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)' <span style="color: red;">+</span> [[ῥίζα]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόρριζος Medium diacritics: μονόρριζος Low diacritics: μονόρριζος Capitals: ΜΟΝΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: monórrizos Transliteration B: monorrizos Transliteration C: monorrizos Beta Code: mono/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with a single root, Thphr.HP 1.6.6, 7.2.7 (Sup.); of teeth, with a single fang, Gal.2.753.

Greek (Liddell-Scott)

μονόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 6, κτλ.

Greek Monolingual

μονόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μία μόνο ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)' + ῥίζα.