μοιχότροπος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιχότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. | |lstext='''μοιχότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιχότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ήθη και [[συμπεριφορά]] μοιχού ή [[διάθεση]] για [[μοιχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of the disposition or manners of an adulterer, Ar. Th.392.
German (Pape)
[Seite 199] von ehebrecherischen Sitten, ehebrecherischem Charakter, Ar. Th. 392.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχότροπος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392.
Greek Monolingual
μοιχότροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ήθη και συμπεριφορά μοιχού ή διάθεση για μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τρόπος.