μηλοδαΐκτας: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλοδαΐκτας''': ὁ, = [[μηλοκτόνος]], ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6. | |lstext='''μηλοδαΐκτας''': ὁ, = [[μηλοκτόνος]], ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλοδαΐκτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δαΐκτας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[σφάζω]], [[φονεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-<i>δαΐκτας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ὁ,
A sheep-slaying, λέων B.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.
Greek Monolingual
μηλοδαΐκτας, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + δαΐκτας (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ξενο-δαΐκτας].