μίλημα: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
η ομιλία, η μιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμίλημα, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι].