λιτραίος: Difference between revisions

From LSJ
(23)
(No difference)

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

λιτραῑος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.