οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(22) |
(No difference)
|
-ο (Α λαγωβόλος, -ον, ουδ. και λαγωοβόλον)
το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον
η λαγουδέρα ή λαγούσα
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά λαγούς
2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.