λαζουρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(22)
(No difference)

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση για την παρασκευή της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lazurite < μσν. λατ. lazur (< αραβ. lāzaward), + κατάλ. -ite. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].