λειοκάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. Β΄, 26. | |lstext='''λειοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. Β΄, 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό [[κεφάλι]], [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A smooth-headed, bald-headed, Poll.2.26.
German (Pape)
[Seite 24] glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.
Greek Monolingual
λειοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος, χρυσο-κάρηνος].