λεοντόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεοντόμορφος''': -ον, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.
|lstext='''λεοντόμορφος''': -ον, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεοντόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει τη [[μορφή]] λιονταριού, [[λεοντοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπό</i>-<i>μορφος</i>, [[τερατόμορφος]].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόμορφος Medium diacritics: λεοντόμορφος Low diacritics: λεοντόμορφος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: leontómorphos Transliteration B: leontomorphos Transliteration C: leontomorfos Beta Code: leonto/morfos

English (LSJ)

ον,

   A lion-shaped, Horap.1.21, Sammelb.5620.14, Cat.Cod.Astr.8(4).252.

German (Pape)

[Seite 29] von Löwengestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντόμορφος, -ον)
αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος, τερατόμορφος.