λεκιθίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(6_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεκῐθίτης''': [ῑτ] ἄρτος, ὁ, [[πλακοῦς]] ᾧ παραμέμικται καὶ ᾠοῦ [[λέκιθος]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β· πρβλ. τὸ ᾆσμα τῆς χελιδόνος, Σκόλ. 41 ἐν Bergk Λυρ. σ. 1311.
|lstext='''λεκῐθίτης''': [ῑτ] ἄρτος, ὁ, [[πλακοῦς]] ᾧ παραμέμικται καὶ ᾠοῦ [[λέκιθος]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β· πρβλ. τὸ ᾆσμα τῆς χελιδόνος, Σκόλ. 41 ἐν Bergk Λυρ. σ. 1311.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεκιθίτης]], ὁ (Α) [[λέκιθος]]<br />[[ψωμί]] παρασκευασμένο από [[αλεύρι]] που προέρχεται από όσπρια, [[ιδίως]] από [[κουκιά]], ή [[γλυκό]] με κύρια συστατικά το [[αλεύρι]] και κρόκους αβγών.
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκιθίτης Medium diacritics: λεκιθίτης Low diacritics: λεκιθίτης Capitals: ΛΕΚΙΘΙΤΗΣ
Transliteration A: lekithítēs Transliteration B: lekithitēs Transliteration C: lekithitis Beta Code: lekiqi/ths

English (LSJ)

[ῑτ] ἄρτος, ὁ, bread

   A made of pulse, Seleuc. ap. Ath.3.114b, cf. Carm.Pop.41.11.

German (Pape)

[Seite 27] ἄρτος, ὁ, ein mit Eidotter bereitetes, od. aus Hülsenfrüchten gebackenes Brot, auch ἐτνίτης, Ath. III, 114 b, vgl. VIII, 360 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεκῐθίτης: [ῑτ] ἄρτος, ὁ, πλακοῦς ᾧ παραμέμικται καὶ ᾠοῦ λέκιθος, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β· πρβλ. τὸ ᾆσμα τῆς χελιδόνος, Σκόλ. 41 ἐν Bergk Λυρ. σ. 1311.

Greek Monolingual

λεκιθίτης, ὁ (Α) λέκιθος
ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών.