λεκιθίτης

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκιθίτης Medium diacritics: λεκιθίτης Low diacritics: λεκιθίτης Capitals: ΛΕΚΙΘΙΤΗΣ
Transliteration A: lekithítēs Transliteration B: lekithitēs Transliteration C: lekithitis Beta Code: lekiqi/ths

English (LSJ)

[ῑτ] ἄρτος, ὁ, pulse bread, bread made of pulse, Seleuc. ap. Ath.3.114b, cf. Carm.Pop.41.11.

German (Pape)

[Seite 27] ἄρτος, ὁ, ein mit Eidotter bereitetes, od. aus Hülsenfrüchten gebackenes Brot, auch ἐτνίτης, Ath. III, 114 b, vgl. VIII, 360 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεκῐθίτης: [ῑτ] ἄρτος, ὁ, πλακοῦς ᾧ παραμέμικται καὶ ᾠοῦ λέκιθος, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β· πρβλ. τὸ ᾆσμα τῆς χελιδόνος, Σκόλ. 41 ἐν Bergk Λυρ. σ. 1311.

Greek Monolingual

λεκιθίτης, ὁ (Α) λέκιθος
ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών.