λεουργός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(6_16) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεουργός''': -όν, = [[λεωργός]], ψεγόμενον ὡς φορτικὸν ὑπὸ [[Πολυδ]]. Γ΄, 134, ἀναφέροντος τὸν Ξεν. (Ἀπομν. 1. 3, 9), [[ἔνθα]] νῦν λεωργ-· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 89. | |lstext='''λεουργός''': -όν, = [[λεωργός]], ψεγόμενον ὡς φορτικὸν ὑπὸ [[Πολυδ]]. Γ΄, 134, ἀναφέροντος τὸν Ξεν. (Ἀπομν. 1. 3, 9), [[ἔνθα]] νῦν λεωργ-· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 89. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεουργός]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεωργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A = λεωργός, blamed as φορτικόν by Poll.3.134, quoting X. (Mem.1.3.9, where λεωργότατον is now read).
German (Pape)
[Seite 29] = λεωργός, Poll. 3, 134.
Greek (Liddell-Scott)
λεουργός: -όν, = λεωργός, ψεγόμενον ὡς φορτικὸν ὑπὸ Πολυδ. Γ΄, 134, ἀναφέροντος τὸν Ξεν. (Ἀπομν. 1. 3, 9), ἔνθα νῦν λεωργ-· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 89.