λεκιθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεκῐθώδης''': -ες, ([[λέκιθος]], ἡ) ἔχων [[χρῶμα]] λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.
|lstext='''λεκῐθώδης''': -ες, ([[λέκιθος]], ἡ) ἔχων [[χρῶμα]] λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λεκιθώδης]], -ῶδες) [[λέκιθος]]<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] όμοιο με τον κρόκο του αβγού, [[κιτρινωπός]] («οὔρων [[ὑπόστασις]] [[λεκιθώδης]]», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκῐθώδης Medium diacritics: λεκιθώδης Low diacritics: λεκιθώδης Capitals: ΛΕΚΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: lekithṓdēs Transliteration B: lekithōdēs Transliteration C: lekithodis Beta Code: lekiqw/dhs

English (LSJ)

ες, (λέκιθος B)

   A yolk-coloured, Hp.Epid.4.14, Thphr.HP 4.8.11, Aret.SD1.15, etc.

German (Pape)

[Seite 27] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεκῐθώδης: -ες, (λέκιθος, ἡ) ἔχων χρῶμα λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.

Greek Monolingual

-ες (Α λεκιθώδης, -ῶδες) λέκιθος
αυτός που έχει χρώμα όμοιο με τον κρόκο του αβγού, κιτρινωπός («οὔρων ὑπόστασις λεκιθώδης», Ιπποκρ.).