λευκόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόπλευρος''': -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
|lstext='''λευκόπλευρος''': -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκές πλευρές.
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπλευρος Medium diacritics: λευκόπλευρος Low diacritics: λευκόπλευρος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: leukópleuros Transliteration B: leukopleuros Transliteration C: lefkoplevros Beta Code: leuko/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with white sides, Sch.Theoc.4.45.

German (Pape)

[Seite 34] mit weißen Seiten, Schol. Theocr. 4, 45.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπλευρος: -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.

Greek Monolingual

λευκόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκές πλευρές.