λευκόλοφος: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]]. | |btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[λοφίο]] («λευκολόφους τρυφαλείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λευκόλοφος]]<br /><i>ο</i> [[λευκός]] [[λόφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4. II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
Greek (Liddell-Scott)
λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.
Greek Monolingual
λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.