λευκόκομος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόκομος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, [[Πολυδ]]. Δ΄, 139· ― -[[κόμης]], ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659. | |lstext='''λευκόκομος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, [[Πολυδ]]. Δ΄, 139· ― -[[κόμης]], ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[κόμη]], [[ασπρομάλλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A white-haired, Poll.4.139.
German (Pape)
[Seite 34] weißhaarig, Poll. 4, 139 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόκομος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -κόμης, ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.
Greek Monolingual
λευκόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκή κόμη, ασπρομάλλης.