λημότης: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6_12)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημότης''': -ητος, ἡ, [[πόνος]] τῶν ὀφθαλμῶν, [[ὀφθαλμία]], Λατ. lippitudo, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 326.
|lstext='''λημότης''': -ητος, ἡ, [[πόνος]] τῶν ὀφθαλμῶν, [[ὀφθαλμία]], Λατ. lippitudo, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 326.
}}
{{grml
|mltxt=[[λημότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λήμη]]<br />[[πόνος]] ή [[ερεθισμός]] τών ματιών.
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημότης Medium diacritics: λημότης Low diacritics: λημότης Capitals: ΛΗΜΟΤΗΣ
Transliteration A: lēmótēs Transliteration B: lēmotēs Transliteration C: limotis Beta Code: lhmo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (λήμη)

   A soreness of eyes, Sch.Ar.Nu.326.

German (Pape)

[Seite 39] ητος, ἡ, das Triefen der Augen, lippitudo, Schol. Ar. Nubb. 326.

Greek (Liddell-Scott)

λημότης: -ητος, ἡ, πόνος τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμία, Λατ. lippitudo, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 326.

Greek Monolingual

λημότης, -ητος, ἡ (Α) λήμη
πόνος ή ερεθισμός τών ματιών.