λιγυηχής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγυηχής''': -ές, λιγυρῶς ἠχῶν, κιθάρη Ἀνθ. Π. 9. 308.
|lstext='''λῐγυηχής''': -ές, λιγυρῶς ἠχῶν, κιθάρη Ἀνθ. Π. 9. 308.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγυηχής]], ποιητ. τ. λιγυαχής, -ές (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦχος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>ηχής</i>, <i>οξυ</i>-<i>ηχής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠηχής Medium diacritics: λιγυηχής Low diacritics: λιγυηχής Capitals: ΛΙΓΥΗΧΗΣ
Transliteration A: ligyēchḗs Transliteration B: ligyēchēs Transliteration C: ligyichis Beta Code: liguhxh/s

English (LSJ)

ές, poet. λῐγῠ-ᾱχής,

   A clear-sounding, κιθάρη AP9.308 (Bianor); Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339; dub. in B.Scol.Oxy.4.

German (Pape)

[Seite 43] ές, hell, laut tönend, κιθάρα, Bian. 8 (IX, 308), in der dorischen Form λιγυαχής, u. sp. D., wie νομῆες Nonn. D. 11, 147.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυηχής: -ές, λιγυρῶς ἠχῶν, κιθάρη Ἀνθ. Π. 9. 308.

Greek Monolingual

λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, -ές (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ-ηχής, οξυ-ηχής].