λιπόπαις: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(6_20) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπόπαις''': παιδος, ὁ, ἡ, [[ἄπαις]], μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264. | |lstext='''λῐπόπαις''': παιδος, ὁ, ἡ, [[ἄπαις]], μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπόπαις]], -παιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα [[παιδιά]] του ή αυτός που δεν έχει [[παιδιά]], [[άτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ,
A childless, found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα Man.4.584.
German (Pape)
[Seite 52] -παιδος, von Kindern verlassen, kinderlos, λέχη, Han. 4, 586.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἄπαις, μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.
Greek Monolingual
λιπόπαις, -παιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά του ή αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + παῖς, παιδός].