λοιμεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_1) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιμεύομαι''': ([[λοιμός]]), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19). | |lstext='''λοιμεύομαι''': ([[λοιμός]]), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοιμεύομαι]] (Α) [[λοιμός]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]]. | |||
}} | }} |