λοπητός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_14)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοπητός''': ὁ, ἡ [[περίοδος]] ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. [[ὅταν]] ὁ φλοιὸς αὐτῶν [[εἶναι]] [[εὐπεριαίρετος]], «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.
|lstext='''λοπητός''': ὁ, ἡ [[περίοδος]] ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. [[ὅταν]] ὁ φλοιὸς αὐτῶν [[εἶναι]] [[εὐπεριαίρετος]], «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοπητός]], ὁ (Α) [[λοπώ]]<br />η [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία ο [[φλοιός]] τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπητός Medium diacritics: λοπητός Low diacritics: λοπητός Capitals: ΛΟΠΗΤΟΣ
Transliteration A: lopētós Transliteration B: lopētos Transliteration C: lopitos Beta Code: lophto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A the time of bark peeling off, Id.HP5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοπητός: ὁ, ἡ περίοδος ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. ὅταν ὁ φλοιὸς αὐτῶν εἶναι εὐπεριαίρετος, «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.

Greek Monolingual

λοπητός, ὁ (Α) λοπώ
η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.