λουτροδάικτος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(23)
(No difference)

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο-δάικτος, πυργο-δάικτος].