λυκόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκόμορφος''': -ον, ἔχων [[σχῆμα]] ἢ μορφὴν λύκου, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 481.
|lstext='''λῠκόμορφος''': -ον, ἔχων [[σχῆμα]] ἢ μορφὴν λύκου, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 481.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λυκόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] λύκου, που μοιάζει με λύκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λυκόμορφος]] [[κύων]]» — [[ποικιλία]] σκύλου που μοιάζει με λύκο, κν. [[λυκόσκυλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόμορφος Medium diacritics: λυκόμορφος Low diacritics: λυκόμορφος Capitals: ΛΥΚΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: lykómorphos Transliteration B: lykomorphos Transliteration C: lykomorfos Beta Code: luko/morfos

English (LSJ)

ον,

   A wolf-shaped, Tz. ad Lyc.481.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λύκου, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 481.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λυκόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή λύκου, που μοιάζει με λύκο
νεοελλ.
φρ. «λυκόμορφος κύων» — ποικιλία σκύλου που μοιάζει με λύκο, κν. λυκόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -μορφος(< μορφή)].