Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυχνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />flambeau <i>ou</i> lanterne.<br />'''Étymologie:''' [[λύχνος]], [[ἔχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />flambeau <i>ou</i> lanterne.<br />'''Étymologie:''' [[λύχνος]], [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=λυχνοῡχος, ὁ (Α)<br />ο [[λυχνοστάτης]] («ἐξελὼν ἐκ τοῡ λυχνούχου τὸν [[λύχνον]]», Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνοῦχος Medium diacritics: λυχνοῦχος Low diacritics: λυχνούχος Capitals: ΛΥΧΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: lychnoûchos Transliteration B: lychnouchos Transliteration C: lychnoychos Beta Code: luxnou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A lampstand, καὶ τὸν λ. ἔκφερ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Pherecr.40; διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λ. Ar.Fr.8; ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102, cf. Lys.Fr.83.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοῦχος: ὁ, (ἔχω) λυχνοστάτης ἐφ’ οὗ ὁ λύχνος ἐτοποθετεῖτο, καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ’ ἐνθεὶς τὸν λύχνον Φερεκ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· διαστίλβονθ’ ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114· ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Ἄλεξ. ἐν «Κηρυττομένῳ» 1, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 51, Bgk. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ 1060, Λοβ. Φρύν. 60.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flambeau ou lanterne.
Étymologie: λύχνος, ἔχω.

Greek Monolingual

λυχνοῡχος, ὁ (Α)
ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῡ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -οῦχος (< ἔχω)].