λωβήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(6_19)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λωβήτωρ''': -ορος, ὁ, = [[λωβητήρ]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.
|lstext='''λωβήτωρ''': -ορος, ὁ, = [[λωβητήρ]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.
}}
{{grml
|mltxt=[[λωβήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[λωβητήρ]], [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωβώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγή</i>-<i>τωρ</i>, <i>νική</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβήτωρ Medium diacritics: λωβήτωρ Low diacritics: λωβήτωρ Capitals: ΛΩΒΗΤΩΡ
Transliteration A: lōbḗtōr Transliteration B: lōbētōr Transliteration C: lovitor Beta Code: lwbh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = λωβητήρ, Opp.H.4.684, AP6.168 (Paul. Sil.), etc.: as fem., λωβήτορα κῆρα v.l. for λωβήμονα in Nic.Al.536.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.

Greek Monolingual

λωβήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
λωβητήρ, βλαβερός, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ, νική-τωρ)].