λωτίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(6_14) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωτίζομαι''': μέσ., ὡς τὸ καρπίζομαι, [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἀποδρέπω]] τὸ ἄριστον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 963˙ Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. Σοφ. Ἀποσπ. 649˙ πρβλ. [[λώτισμα]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίζειν˙ ἀπανθίζεσθαι. ἀπολύειν». | |lstext='''λωτίζομαι''': μέσ., ὡς τὸ καρπίζομαι, [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἀποδρέπω]] τὸ ἄριστον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 963˙ Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. Σοφ. Ἀποσπ. 649˙ πρβλ. [[λώτισμα]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίζειν˙ ἀπανθίζεσθαι. ἀπολύειν». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωτίζομαι]] (Α) [[λωτός]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] λωτούς, [[άνθη]] λωτών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκλέγω]] το άριστο για ευχαρίστησή μου<br /><b>3.</b> (το ενεργ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωτίζειν<br />ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A cull the best, A.Supp.963; Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. S.Fr.724 (prob. cj.):—Act. in Hsch., λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι, ἀπολλύειν.—Cf. ἀπολωτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
λωτίζομαι: μέσ., ὡς τὸ καρπίζομαι, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, ἀποδρέπω τὸ ἄριστον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 963˙ Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. Σοφ. Ἀποσπ. 649˙ πρβλ. λώτισμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίζειν˙ ἀπανθίζεσθαι. ἀπολύειν».
Greek Monolingual
λωτίζομαι (Α) λωτός
1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών
2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου
3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν
ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν».