λυχνέλαιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
(6_21) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυχνέλαιον''': τό, [[ἔλαιον]] διὰ [[λύχνον]], Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 2. | |lstext='''λυχνέλαιον''': τό, [[ἔλαιον]] διὰ [[λύχνον]], Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυχνέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[λάδι]] για λύχνο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A lamp-oil, Alex.Trall.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνέλαιον: τό, ἔλαιον διὰ λύχνον, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 2.
Greek Monolingual
λυχνέλαιον, τὸ (Α)
λάδι για λύχνο.