λωβώ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
λωβῶ, -όω (AM) λώβα
μσν.
μέσ. λωβοῡμαι, -όομαι
προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός
αρχ.
(για τη λέπρα) ακρωτηριάζω.———————— (II)
λωβῶ, -άω και -έω (Α)
βλ. λωβῶμαι.