μακροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_7)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροειδής''': -ές, ἔχων μακρὸν [[σχῆμα]], Ἐρωτιαν. σ. 208.
|lstext='''μακροειδής''': -ές, ἔχων μακρὸν [[σχῆμα]], Ἐρωτιαν. σ. 208.
}}
{{grml
|mltxt=[[μακροειδής]], -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μακρουλό [[σχήμα]], επιμήκη [[μορφή]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροειδής Medium diacritics: μακροειδής Low diacritics: μακροειδής Capitals: ΜΑΚΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: makroeidḗs Transliteration B: makroeidēs Transliteration C: makroeidis Beta Code: makroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A tall, BGU364.6 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροειδής: -ές, ἔχων μακρὸν σχῆμα, Ἐρωτιαν. σ. 208.

Greek Monolingual

μακροειδής, -ές (AM)
μσν.
ψηλός
αρχ.
αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή.