μακρόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακρόφωνος''': -ον, [[μεγαλόφωνος]], Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι. | |lstext='''μακρόφωνος''': -ον, [[μεγαλόφωνος]], Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, <i>φερέ</i>-<i>φωνος</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερό-φωνος, φερέ-φωνος).