μᾶλις: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_12)
(24)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾶλις''': -ιος, ἡ, [[νόσος]] τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, [[εἶδος]] κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - [[ὡσαύτως]] μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''μᾶλις''': -ιος, ἡ, [[νόσος]] τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, [[εἶδος]] κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - [[ὡσαύτως]] μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλίς]], ἡ (Μ)<br />δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μηλίς]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 90] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλις: -ιος, ἡ, νόσος τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, εἶδος κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - ὡσαύτως μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλίς, ἡ (Μ)
δωρ. τ.) βλ. μηλίς.