μεγαλότοξος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλότοξος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[τόξον]], Ἐτυμ. Μέγ. 3. 23. | |lstext='''μεγᾰλότοξος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[τόξον]], Ἐτυμ. Μέγ. 3. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλότοξος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[τόξο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with large bow, gloss on ἄβιοι, EM3.23.
German (Pape)
[Seite 107] mit großem Bogen, E. M. 3, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλότοξος: -ον, ὁ ἔχων μέγα τόξον, Ἐτυμ. Μέγ. 3. 23.
Greek Monolingual
μεγαλότοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο τόξο.