μειζονάκις: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(6_6)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειζονάκις''': ἐπίρρ. τοῦ μείζων, ἐν μείζονι μέτρῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐλαττονάκις]], Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
|lstext='''μειζονάκις''': ἐπίρρ. τοῦ μείζων, ἐν μείζονι μέτρῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐλαττονάκις]], Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειζονάκις]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεῖζον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολλ</i>-<i>άκις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειζονάκις Medium diacritics: μειζονάκις Low diacritics: μειζονάκις Capitals: ΜΕΙΖΟΝΑΚΙΣ
Transliteration A: meizonákis Transliteration B: meizonakis Transliteration C: meizonakis Beta Code: meizona/kis

English (LSJ)

Adv. of μείζων,

   A multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Nicom.Ar.2.17, cf. Iamb.in Nic.p.95 P.

German (Pape)

[Seite 115] mehrmals, Ggstz ἐλαττονάκις, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μειζονάκις: ἐπίρρ. τοῦ μείζων, ἐν μείζονι μέτρῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττονάκις, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.

Greek Monolingual

μειζονάκις (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖζον + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].