μελανώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(b)
(24)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] ες, = [[μελανοειδής]], E. M. 473, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] ες, = [[μελανοειδής]], E. M. 473, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανώδης]], -ῶδες (ΑM) [[μελανός]]<br />αυτός που έχει μαύρη όψη, [[μελανοειδής]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανώδης Medium diacritics: μελανώδης Low diacritics: μελανώδης Capitals: ΜΕΛΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: melanṓdēs Transliteration B: melanōdēs Transliteration C: melanodis Beta Code: melanw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A gloss on ἰοειδής, EM473.12.

German (Pape)

[Seite 120] ες, = μελανοειδής, E. M. 473, 12.

Greek Monolingual

μελανώδης, -ῶδες (ΑM) μελανός
αυτός που έχει μαύρη όψη, μελανοειδής.