μελανοειδής
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
μελανοειδές, black-looking, Arist.Col.795a33.
German (Pape)
[Seite 119] ές, schwarz aussehend; Arist. coel. 5, 11; Schol. Od. 11, 106.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνοειδής: кажущийся черным, черноватый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοειδής: -ές, ὁ φαινόμενος μέλας, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11.
Greek Monolingual
-ές (ΑM μελανοειδής, -ές)
αυτός που έχει μελανωπή ή μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρος, μαυρειδερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ειδής].