μέρεια: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_9) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέρεια''': ἡ, = [[μερίς]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 18, 85· - καθ’ Ἡσυχ.: «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τριακάδων συνεστώς». | |lstext='''μέρεια''': ἡ, = [[μερίς]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 18, 85· - καθ’ Ἡσυχ.: «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τριακάδων συνεστώς». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέρεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τρι(ακ)άδων συνεστός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατ' [[απόσπαση]] από συνθ. σε -[[μέρεια]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πολυμερής]] > [[πολυμέρεια]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = μερίς, Tab.Heracl.1.18,85: glossed by φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι<ακ>άδων συνεστός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μέρεια: ἡ, = μερίς, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 18, 85· - καθ’ Ἡσυχ.: «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τριακάδων συνεστώς».
Greek Monolingual
μέρεια, ἡ (Α)
1. μερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατ' απόσπαση από συνθ. σε -μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)].