μεριμνητικός: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | |lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριμνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μεριμνητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες<br /><b>3.</b> [[προσεκτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.
German (Pape)
[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.
Greek Monolingual
μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) μεριμνητής
1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι
2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες
3. προσεκτικός.