μεσόπλουτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσόπλουτος''': -ον, ὁ μετρίως [[πλούσιος]], Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ. | |lstext='''μεσόπλουτος''': -ον, ὁ μετρίως [[πλούσιος]], Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πάμ</i>-<i>πλουτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A moderately rich, dub. in Alciphr.3.34 (leg. νεόπλ-); μεσσόπλουτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 139] halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόπλουτος: -ον, ὁ μετρίως πλούσιος, Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεσόπλουτος και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].