μεσολάβηση: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(24)
(No difference)

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (ΑM μεσολάβησις) μεσολαβώ
νεοελλ.
1. η παρέμβαση κάποιου για συμφιλίωση ή συμβιβασμό ή επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές μεταξύ τους, διαιτησία
2. χρον. παρεμβολή ενός χρονικού διαστήματος μεταξύ δύο γεγονότων
3. τοπ. η παρεμβολή ενός πράγματος μεταξύ δύο άλλων
νεοελλ.-μσν.
παρέμβαση για την επίτευξη ενός σκοπού
μσν.-αρχ.
το πιάσιμο, η λαβή από τη μέση («τῇ μεσολαβήσει τοῡ δόρατος», Ευστ.).