μηλοσόη: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(6_10) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλοσόη''': ἡ, «ὁδὸς δι’ ἧς πρόβατα ἐλαύνεται. Ρόδιοι» Ἡσύχ. | |lstext='''μηλοσόη''': ἡ, «ὁδὸς δι’ ἧς πρόβατα ἐλαύνεται. Ρόδιοι» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλοσόη]] και μηλοσόα (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σόη</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[παρακινώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>σόα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sheep-track (Rhod.), Hsch.; cf. μαλοσόα.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοσόη: ἡ, «ὁδὸς δι’ ἧς πρόβατα ἐλαύνεται. Ρόδιοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μηλοσόη και μηλοσόα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -σόη (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο-σόα].