μετεωροβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(6_14)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεωροβάμων''': ὁ [[ἀεροβάμων]], ὁ ἔχων κοῦφον [[φρόνημα]], Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.
|lstext='''μετεωροβάμων''': ὁ [[ἀεροβάμων]], ὁ ἔχων κοῦφον [[φρόνημα]], Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετεωροβάμων]], -ον (Μ)<br />αυτός που αεροβατεί, [[ανόητος]], [[ελαφρόμυαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>, <i>ουρανο</i>-<i>βάμων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 159] ον, in die Höhe gehend, leichtsinnig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροβάμων: ὁ ἀεροβάμων, ὁ ἔχων κοῦφον φρόνημα, Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.

Greek Monolingual

μετεωροβάμων, -ον (Μ)
αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, ουρανο-βάμων].