μονοείδεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_11)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοείδεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[μονοειδής]], τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, [[αὐτόθι]] 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.
|lstext='''μονοείδεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[μονοειδής]], τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, [[αὐτόθι]] 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοείδεια]], ἡ (Α) [[μονοειδής]]<br />[[ομοιομορφία]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοείδεια Medium diacritics: μονοείδεια Low diacritics: μονοείδεια Capitals: ΜΟΝΟΕΙΔΕΙΑ
Transliteration A: monoeídeia Transliteration B: monoeideia Transliteration C: monoeideia Beta Code: monoei/deia

English (LSJ)

ἡ,

   A uniformity, S.E.M.1.117.    II singularity, ib. 226.

German (Pape)

[Seite 203] ἡ, Einförmigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 117. 226.

Greek (Liddell-Scott)

μονοείδεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μονοειδής, τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, αὐτόθι 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.

Greek Monolingual

μονοείδεια, ἡ (Α) μονοειδής
ομοιομορφία.