μονούατος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονούᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.
|lstext='''μονούᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονούατος]], -ον (Α)<br />(για [[λαγήνι]]) [[μόνωτος]], αυτός που έχει μία μόνο [[λαβή]], ένα [[χερούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i> «[[αφτί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολιχ</i>-<i>ούατος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ούατος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονούᾰτος Medium diacritics: μονούατος Low diacritics: μονούατος Capitals: ΜΟΝΟΥΑΤΟΣ
Transliteration A: monoúatos Transliteration B: monouatos Transliteration C: monoyatos Beta Code: monou/atos

English (LSJ)

ον,

   A one-eared, with one handle, AP5.134.

German (Pape)

[Seite 205] einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).

Greek (Liddell-Scott)

μονούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.

Greek Monolingual

μονούατος, -ον (Α)
(για λαγήνι) μόνωτος, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ-ούατος, χρυσ-ούατος].