μοτός: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charpie, rouleau de charpie.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charpie, rouleau de charpie.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=ο, και [[μοτόν]], το (Α [[μοτός]])<br />[[είδος]] [[γάζας]] από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται [[πάνω]] στις πληγές, αλλ. [[ξαντό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) [[μότα]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη»<br /><b>2.</b> [[αποχετευτικός]] [[σωλήνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> ως ουδ. στον πληθ. [[μότα]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοτός Medium diacritics: μοτός Low diacritics: μοτός Capitals: ΜΟΤΟΣ
Transliteration A: motós Transliteration B: motos Transliteration C: motos Beta Code: moto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tent, tampon, lint pledget for dressing wounds, Hp.VC14: dat. pl. μοτοῖς Dsc.3.82, μότοις Heliod. ap. Orib.44.11.11: Ep.gen.pl. μοτάων (as if from μοτή) Q.S.4.212: neut. pl. μότα, τά, Call.Fr.7.40 P., Hsch.    II drainage tube, μ. κασσιτέρινος κοῖλος Hp.Morb.2.47; also μ. στερεός ib. 59.

Greek (Liddell-Scott)

μοτός: ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· ὡσαύτως μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. ἔμμοτος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
charpie, rouleau de charpie.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

ο, και μοτόν, το (Α μοτός)
είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ.) μότα
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη»
2. αποχετευτικός σωλήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. παραδίδει ο Ησύχ. ως ουδ. στον πληθ. μότα, με αναβιβασμό του τόνου].